γεροντόπαχα

γεροντόπαχα
γεροντοπάχια τα старческая полнота

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "γεροντόπαχα" в других словарях:

  • γεροντόπαχο — το συνηθέστ. γεροντόπαχα, τα το πάχος και η πλαδαρότητα που αποκτά κανείς σε γεροντική ηλικία: Λόγω καθιστικής δουλειάς απέκτησα γεροντόπαχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροντόπαχο — το (πληθ. γεροντοπάχια και γεροντόπαχα) το πάχος που αποκτά κανείς όταν αρχίζει να γερνά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»